Zissimos Lorenzatos – searchable text
For original page – click here
Ο ΞΕΝΟΣ
Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.
Μονάχος μέσα
Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι
Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη
Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανένα
Και μήτε καν το γράφει πουθενά
Παρά σε δυο καματερά που ζευγαρίζουν
Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ᾽ αυλάκια του μυαλού του
Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.
Και νά σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη
Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει
Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια
Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.
Ο Ίμπν Ἀραμπης κερώνει.
Σαστισμένος
Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν
Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:
«O Ίμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξἐρει
Μήτε και πως τον βλἐπει εκεί μπροστά του.
Καλά, πως έμαθε στροφές και στίχους;
Λίγους μήνες
Πρωτύτερα – την ίδια ώρα και μέρα
Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα
Του Προφήτη ο πιστός – ανακατώθη
Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια
Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγννωστος προσκυνητής
Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως
Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.
Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα
Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι
Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.
Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε
Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.
*
Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός
Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει
Με τον κανόνα και με το διαβήτη
Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει
Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα
Στο φρόνημα του ανθρώπου) – το δηλώνει ο μύθος –
Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι
Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες
Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,
Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει
Όσο αν είναι σοφός
ή ακόμα και τις γλώσσες
(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)
Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων. . .
THE STRANGER
Evening came on in Tunis.
Alone in
The Great Mosque in his dim place of prayer
Drawn by devotion into a corner
He fashions a poem he will never utter to anyone
Or even write down
But rather as with a pair of oxen yoked
In the field of memory, deep in the furrows of his brain
It is engraved there for ever day and night.
And now a few months later in Seville
He is accosted in the street by a young fellow he is not acquainted with
And hears a recitation, as if it were a set of beads in an ascetic’s hands
Of the entire poem stanza and verse
Ibn Arabi turns white as a sheet.
Shaken
He asks who wrote the poem? And he is shaken
Once more to hear these words:
‘Ibn Arabi’ — when the other man does not know who he is
Or that he is right before his eyes.
Well, how could he have learned stanza and verse?
Some months
Ago — the very day and time
The Prophet’s faithful one was fashioning
His poem in Tunis — there fell in with
A bunch of young fellows right here
In Seville a stranger, some unknown pilgrim
And drew from his sheath before them as a horseman
His slashing sword through air, a poem.
So taken with it were those young fellows
They begged him to tell it out again and again
Until at length they knew it all by heart.
Later the stranger went the way he came
And disappeared —never to be seen again.
*
King or footsoldier rich man or poor
Whosoever seeks to know with certitude
With the aid of ruler and compass
Just who the stranger was will
Never for the life of him learn anything about poetry (let alone things
More deeply hidden in the mind of man) — that is the tale’s point —
However he may search for the needle in the haystack
In beetling libraries
Seeking to tame wild books
However adept he is at reading the world
However wise he is
and even if he speaks
(As in the last verses I harvest here)
In the tongues of men and of angels. . .
Source
Greek text reproduced by permission of Pierretta Lorenzatou and Ikaros Publishing House Athens from Lorenzatos, Z. (2006), Poiemata (Athens, Ikaros). Translation by © David Ricks.