Kostis Palamas – searchable text
For original page – click here
From Book VII of The Emperor’s Reed-Pipe
Κι όλα αρνήθηκανε κ᾽ εσέ κι όλων εσύ ᾽σαι αρνήτρα,
κι όλα διωχτήκαν από σε, κι οιμέ! στερνοί και κείνοι
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ᾽ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,
αστενικά αποκόμματα, μια μέρα, να! φευγάτοι
με του καιρού την αλλαγή στο βασιλιά τον Πέρση,
(Γη, που τον Ξέρξη χάλασες, κ᾽ έπλασες τον Αισχύλο!)
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ᾽ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,
μες στους Περσιάνους, τα παιδιά του περσοφάγου κόσμου,
ζητιάνοι μιας φτωχογωνιάς ναό για να την κάμουν,
γιατί και μήτε μια γωνιά δε βρίσκαν πια εδώ πέρα
να τήνε κάμουν εκκλησιά και μέσα της να στήσουν
το γκρεμισμένο το είδωλο, που πήρανε μαζί τους
και που Σοφία το κράζανε, πιστεύοντας πως είναι
μια Ελλάδα αγέραστη το ξόανο το άθλιο το σωμένο.–
And everything has denied thee, and thou art denier of all,
and all have been chased away by thee, and last of them all, alas, those
seven last philosophers, flesh of thy flesh,
frail scions, one day, just like that, fled
with the change of times to seek the Persian king
(land that broke Xerxes and moulded Aeschylus!),
the seven last philosophers, flesh of thy flesh,
among the Persians, sons of the world that had undone the Persians
mendicants for some poor corner in which to build a temple,
for they could find no corner here
to build her church and set within it
the toppled idol that they took with them
and which they called Wisdom, believing it,
that wretched relic idol Hellas unageing.
From Book VIII of The Emperor’s Reed-Pipe
Και κάποιος λόγος το είπε
τριγυριστής, παραδοτός από καιρό του κόσμου,
πως κάποιο ηλιοβασίλεμα φερτός από την Ξάνθο
την ιερή του Απόλλωνα κι από την Αλεξάντρα,
στης Κόρης έφτασε τη γη, αφού ήπιε από τη βρύση
που το Σωκράτη πότιζε και του Σωκράτη βρύση
κι ακόμα ώς τώρα κράζεται, ανέβηκε σ᾽ εσένα,
της Πρόμαχος προσκυνητής και της Παρθένος μύστης,
ο Λύκιος Πρόκλος, ο στερνός των εθνικών προφήτης,
έτσι όμορφος, που θύμιζε το θεό της μέρας, όταν
ήρθε και ζούσε κάτω εδώ, του βασιλιά βοσκάρης.
Με ηύρε το κάστρο σου κλειστό κι απόξω βαρδιατόρους.
Όλα στεγνά, τριγύρω ερμιά, μήτε ψυχή, μήτε ήχος.
Και τα λελέκια μοναχά τα φωλιασμένα απάνου
στους ρημαγμένους τους ναούς, μες από τις φωλιές τους
ξυπνώντας, μ᾽ ένα ξάφνιασμα, τόνε ρωτάν: Ποιος είσαι,
Ξένε, πούθ᾽ έρχεσαι, πού πας;– Παράξενα πουλιά είστε,
από την Ξάνθο την ιερή κι από την Αλεξάντρα,
Χαλδαίος, έρχομαι, Ορφικός, και πάω προς την Παλλάδα,
προσκυνητής αθόλωτος, με της ψυχής τα μάτια,
τριπλός εγώ, της Αθηνάς και της Αθήνας, κι όλου
του κόσμου εγώ, φιλόσοφος, ποιητής, ιεροφάντης.–
And one tale tells
a wandering tale long passed on among men,
that as the sun set once there came from Xanthus,
sacred to Apollo and from Alexandria,
to the Lady’s land, and having drunk from the stream
that quenched the thirst of Socrates and which is still
called Socrates’ stream, he ascended to thee,
as pilgrim to the Guardian Goddess and votary of the Virgin Goddess,
Lycian Proclus, last prophet of the pagans,
so fair he called to mind the god of day when
he came to live here below, a king’s herdsman.
But he found thy castle shut and guardsmen round.
All desiccated, deserted round, not a soul, not a sound.
Only the storks nesting
up in the ruined temples woke
in their nests, with a shock, to ask him: ‘Who are you,
stranger, from where do you hail, to whither? – Strange birds are ye,
I come from holy Xanthus and from Alexandria,
a Chaldee, an Orphic, in quest of Pallas,
undefiled pilgrim, guided by the eyes of the soul,
threefold, of Athena, of Athens, and of
all the world, philosopher, poet, hierophant.–
Source
Palamas, K. (n.d.), Hapanta, 16 vols. (Athens, Biris). Translation by © David Ricks.
Concluding lines Palamas’s translation of Leconte de Lisle, ‘Hypatie’
Χτύπησε, αναθεμάτισε κ᾽εσένα ο Γαλιλαίος
χυδαίος, μα πιο μεγάλη εσύ σωριάστηκες. και τώρα
της Αφροδίτης το κορμί, του Πλάτωνα ο νους πάνε,
μισέψαν απ᾽ τον έλληνα τον ουρανό για πάντα.
Κοιμήσου, θύμα ολόλευκο, στους βυθούς της ψυχής μας,
μέσα στο λωτοστέφανο παρθἐνο σάβανό σου,
κοιμήσου, η ρυπαρή ασχημιά στον κόσμο βασιλεύει,
το δρόμο εχάσαμε που φέρνει ολόισα προς την Πάρο.
Στάχτη οι θεοί, βουβή και η γη πια τίποτε σαν πρώτα
στο ρημασμένο σου ουρανό δε θα ξαναμιλήση.
Μα ζήσε μεσα στου ποιητή τα σπλάχνα, εκεί τραγούδα
τον ύμνο το μελωδικό της άγιας Ομορφάδας.
Μονάχα απάνου απ᾽ όλα ζη και ασάλευτη και αιώνια
ο θάνατος τα πλαντασμἐνα σύμπαντα σκορπίζει,
μα η ομορφιά λαμποκοπά και ξαναπλάθει τα όλα,
στριφογυρνάν κάτου από τἅσπρα πόδια της οι κόσμοι.
The base Galilaean struck you, cursed you,
but you were greater as you fell to earth;
and now Aphrodite’s body and Plato’s mind are gone,
have taken flight from the Hellenic sky for ever.
Sleep, spotless victim, in the depths of our soul,
in your virginal shroud crowned with the lotus;
sleep, for filth and ugliness now rule the world
and we have lost the way that leads to Paros.
Ashes are the gods and the dumb earth will never speak
as before in your ruined heavens.
But live in the poet’s heart, sing there
the melodious hymn of holy Beauty.
But she lives on the heights, immutable and eternal.
Death scatters the shaken universes,
but beauty flames out and moulds all things anew;
beneath her white feet whirl the worlds around.
Source
Palamas, K. (n.d.), Hapanta, 16 vols. (Athens, Biris). Translation by © David Ricks.