C. P. Cavafy – searchable text

For original page – click here

 

ΕΝ ΠΟΛΕΙ ΤΗΣ ΟΣΡΟΗΝΗΣ

Απ της ταβέρνας τον καβγά μάς φέραν πληγωμένο
τον φίλον Ρέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.
Απ
τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,
τ
ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ
. Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.

IN A CITY IN OSRHOENE

From a tavern brawl they brought him wounded,
our friend Rhemon last night around midnight.
Through the windows that we left wide open
his lovely body on the bed was lit up by the moon.
We are a medley here: Syrians, Greeks, Armenians, Medes.
One such is Rhemon. Yet yesternight as the moon
lit up his sensuous face,
our mind turned to the Platonic Charmides.
(Cavafy 2007: 92)

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΧΟΛΗΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

Εμεινε μαθητής του Αμμώνιου Σακκά δυο χρόνια.
αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά.

Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παραίτησεν.
ταν ο παρχος μωρός.
κ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή.
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι.

Την περιέργειάν του είλκυσε
κομμάτ
η Εκκλησία. να βαπτισθεί
και να περάσει Χριστιανός. Μα γρήγορα
την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε ασφαλώς
με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς
.
και θα του έπαυαν – πράγμα φρικτόν –
ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Έπρεπεν όμως και να κάμει κάτι. Έγινε ο θαμών
των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξανδρείας,
κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης.

Η τύχη τού έφαν εις τούτο ευμενής.
του έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή.
Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν.

Τούλαχιστον για δέκα χρόνια ακόμη
η καλλονή του θα διαρκούσεν. Έπειτα –
ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.
Κι αν εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος,
Πήγαινε σ
άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού.
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν – αξιεπαίνως ενθυμούμενος
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.

OF THE SCHOOL OF THE EMINENT PHILOSOPHER

He spent two years as a student of Ammonius Saccas;
but philosophy became a bore and so did Saccas.

Then he went in for politics.
But he threw it in. The Eparch was a fool;
and those around him officious, pompous puppets;
their Greek worse than barbarous, a wretched set.

His curiosity was attracted
to some degree by the Church; to be baptized
and pass for Christian. But he soon
changed his mind. There would be bad blood undoubtedly
with his parents, ostentatious pagans;
and they would – appalling thought – immediately
cut off his extremely generous allowance.

Yet he had to find something to be going on with. He became an habitué
of the disorderly houses of Alexandria,
of every clandestine den of iniquity.

Fortune smiled on him in this at least.
She had endowed him with a form most comely.
And he revelled in the god-sent gift.

For another ten years at least
his good looks would last. And after that –
perhaps he’d go back to Saccas.
And if the old boy had died in the meantime,
he’d take up with some other philosopher or sophist;
a ready one is always to be found.

Or, if it came to it, he might go back
to politics – commendably mindful
of family tradition,
duty to country, and other high-sounding guff.

Source

Greek texts from Cavafy, C.P. (2007), Collected Poems, ed. A. Hirst, trans. E. Sachperoglou (Oxford, Oxford World’s Classics). Translations by © David Ricks.